- συναλλάσσω
- ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, -ομαι]νεοελλ.1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο2. μέσ. συναλλάσσομαια) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους τού εξωτερικού»)β) μτφ. καθιστώ αθέμιτα κάτι αντικείμενο συναλλαγής, εμπορεύομαι την πολιτική ή την επίσημη θέση μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς τού χρήματος»)μσν.αλλάζω, μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλομσν.-αρχ.1. έχω σχέσεις με κάποιον, γνωρίζω κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», Σοφ.)2. συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «ἀλλὰ τούς τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», Θουκ.β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)3. μέσ. έχω σαρκική σχέση ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῑσαν εὐναίοις γάμοις», Ευρ.)αρχ.1. σχετίζω κάποιον με κάποιον άλλο («φεῡ τοῡ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῑς δίκαιον ἄνδρα τοῑσι δυσσεβεστάτοις», Αισχύλ.)2. μέσ. α) έρχομαι σε συνδιαλλαγή με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», Θουκ.)β) συνάπτω ειρήνη («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», Θουκ.)3. φρ. «μετρίως συναλλάττομαι» — συνάπτω ειρήνη με δίκαιους όρους (Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.